- εκκλησία του δήμου
- Στην ελληνική αρχαιότητα ονομάζονταν έτσι οι λαϊκές συνελεύσεις, που αποτελούσαν το ανώτατο όργανο άσκησης της εξουσίας στη δημοκρατική πολιτεία. Στην ε. του δ. συμμετείχαν, με δικαίωμα λόγου και ψήφου, όλοι οι πολίτες –οι ελεύθεροι από πατέρα και μητέρα– εκτός από όσους είχαν χάσει για διάφορους λόγους τα πολιτικά τους δικαιώματα και είχαν γίνει άτιμοι. Περισσότερα στοιχεία μάς είναι γνωστά –από ψηφίσματα, αρχαίους συγγραφείς κλπ.– για την εκκλησία των Αθηναίων. Σε πολλές πόλεις-κράτη, η ε. του δ. ονομαζόταν Αλία και στη Σπάρτη Απέλλα. Η αθηναϊκή ε. του δ. απέκτησε ουσιαστική δύναμη με τη νομοθεσία του Σόλωνα. Τη συγκαλούσαν (4ος και 5ος αι.) στην Πνύκα σε τακτικές συνόδους και σε έκτακτες (συγκλήτουςκατακλήτους). Οι τακτικές ήταν αρχικά τρεις και αργότερα τέσσερις στη διάρκεια κάθε πρυτανείας και από αυτές η μία ονομαζόταν κυρία. Σε αυτή γινόταν η επιχειροτονία των αρχόντων, αποφαινόταν δηλαδή ο δήμος αν είχε ασκήσει καλά την εξουσία ο κάθε άρχοντας, ο οποίος σε αντίθετη περίπτωση έχανε το αξίωμά του. Επίσης, στην κύρια εκκλησία εισήχθησαν, προκειμένου για τη λήψη αποφάσεων, θέματα επισιτισμού και ασφάλειας της πόλης, καθώς και οι εισαγγελίες, ενώ γίνονταν διάφορες ανακοινώσεις κλπ. Στην εκκλησία της έκτης πρυτανείας του έτους αποφασιζόταν αν θα εφαρμοζόταν ο νόμος περί οστρακισμού και περί προβολών (κατηγοριών) εναντίον των συκοφαντών και των πολιτών που εξαπάτησαν τον δήμο. Σε μία άλλη από τις τακτικές εκκλησίες αποφασιζόταν αν θα συζητούνταν αιτήσεις και αναφορές για ιδιωτικές και δημόσιες υποθέσεις, ενώ στις άλλες δύο συζητούσαν για όλα τα άλλα δημόσια θέματα.
Αν παρουσιαζόταν έκτακτη ανάγκη να ληφθεί απόφαση για ένα απρόβλεπτο γεγονός, τότε συγκαλούσαν έκτακτη εκκλησία. Η συνέλευση άρχιζε με την ανατολή του ηλίου, με τον εξαγνισμό και τις καθιερωμένες θυσίες. Ο έλεγχος αυτών που συμμετείχαν στην εκκλησία γινόταν από τους ληξιάρχους, με τη βοήθεια 30 συλλογέων, και οι ίδιοι μοίραζαν τα σύμβολα για την πληρωμή του εκκλησιαστικού μισθού, ο οποίος αρχικά ήταν ένας οβολός, κατόπιν αυξήθηκε σε δύο και αργότερα σε τρεις. Στα χρόνια του Αριστοτέλη, αυτοί που συμμετείχαν στην εκκλησία έπαιρναν έξι οβολούς για τις άλλες εκκλησίες και εννέα για την κύρια.
Μετά τα προκαταρκτικά, ακολουθούσε η προχειροτονία με την οποία η εκκλησία αποφάσιζε αν θα δεχόταν τις προτάσεις που περιείχε το προβούλευμα της βουλής ή αν θα διεξαγόταν συζήτηση πάνω σε αυτές. Μετά τη συζήτηση ακολουθούσε η ψηφοφορία, κατά την οποία ύψωναν τα χέρια πρώτα όσοι αποδέχονταν την πρόταση (κακοχειροτονία). Οι εννέα πρόεδροι γνωστοποιούσαν το αποτέλεσμα, που διατυπωνόταν σε ψήφισμα, το οποίο κατέθεταν στο Μητρώον (όπου φυλάσσονταν τα δημόσια έγγραφα). Το ψήφισμα μπορούσε να χαραχθεί και σε πέτρινη στήλη, σε δημόσιο χώρο, αν υπήρχε ανάγκη. Η δύναμη της ε. του δ. στην Αθήνα άρχισε να εξασθενεί τον 1ο αι. π.Χ.
Η ε. του δ. στις άλλες αρχαίες ελληνικές πόλεις-κράτη είχε κοινά βασικά γνωρίσματα με την αθηναϊκή· ουσιώδεις διαφορές υπήρχαν μόνο στα λιγότερο δημοκρατικά πολιτεύματα. Στην Απέλλα, για παράδειγμα, της Σπάρτης, αυτοί που συμμετείχαν στην εκκλησία έπρεπε να έχουν υπερβεί το 30ό έτος της ηλικίας τους (αντί του 18ου των Αθηναίων) και να ανήκουν στις εύπορες τάξεις. Τις συγκαλούσαν μόνο μία φορά τον μήνα –ενώ στην Αθήνα οι τακτικές εκκλησίες ήταν τέσσερις σε κάθε πρυτανεία (δηλαδή 40 φορές τον χρόνο)–, είχαν το δικαίωμα να αγορεύουν μόνο οι βασιλιάδες, οι έφοροι και οι γέροντες, ενώ τα ψηφίσματά της μπορούσαν να ακυρωθούν από τους βασιλιάδες και τη γερουσία.
Το βήμα της Πνύκας, όπου συνεδρίαζε η αθηναïκή εκκλησία του δήμου, κατά τον 5ο-4ο αι. π.Χ.
Dictionary of Greek. 2013.